Οι πρώτες ελληνικές παραγωγές και εταιρείες παραγωγής
Το 1911, ο Κώστας Μπαχατώρης, παρουσίασε στην οθόνη, το κωμειδύλλιο του Περισιάδη «Γκόλφω», που γνώρισε στο θέατρο μεγάλη επιτυχία. Οπερατέρ της ταινίας ήταν ο Ιταλός Μαρτέλι και πρωταγωνίστρια η βεντέτα του θεάτρου της εποχής Ολυμπία Δαμάσκου. Είχε μήκος δύο χιλιάδες μέτρα, διαρκούσε δηλαδή περίπου μια ώρα και δέκα λεπτά, και γυρίστηκε εξ ολοκλήρου σ” ένα φωτογραφικό στούντιο. Η ταινία είχε πολλά ελαττώματα και λάθη, αλλά ο κόσμος την υποδέχθηκε με ενθουσιασμό, πράγμα που παρακίνησε πολλούς να μιμηθούν τον Μπαχατώρη.

Η πρώτη επιχείρηση παραγωγής ταινιών γίνεται το 1912 από τον κωμικό Σπυρίδωνα Δημητρακόπουλο που συστήνει την «Αθήνη φιλμ» και γυρίζει την πρώτη της ταινία ήταν ένα μικρό ντοκιμαντέρ γύρω από τη ζωή των νεαρών Ελλήνων πριγκίπων και συνεχίζει με μερικές κωμωδίες σύντομης διάρκειας (Κβο Βάντι Σπυριντιόν, Σπυριντιόν Χαμαιλέων, Σπυριντιόν Μπέμπης κ.α.), παίζοντας ταυτόχρονα το ρόλο του παραγωγού, του σκηνοθέτη και του πρωταγωνιστή. Ύστερα από αυτό γυρίστηκε μία άλλη ταινία μήκους χιλίων μέτρων με τίτλο «Η τύχη της Μαρούλας», που αποτελούσε την πρώτη ελληνική ταινία με αξιώσεις στοιχειώδους καλλιτεχνικού και τεχνικού επιπέδου και γυρίστηκε από την εταιρεία «Άστυ φιλμ» που ιδρύθηκε το 1916. Σημαντικό χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου, η μετατροπή του θερινού θεάτρου Αττικόν οριστικά σε κινηματογράφο το 1912, που συμβολίζει και τη διαμάχη μεταξύ των δύο μορφών ψυχαγωγίας.

Οι απόπειρες να στηθεί κινηματογραφική βιομηχανία στην Ελλάδα, προσκρούει στην αποσταθεροποίηση που προκαλεί η Μικρασιατική καταστροφή ενώ το κινηματογραφικό υλικό εκείνης της εποχής που σώζεται, περιορίζεται σε σκηνές που τραβούν διάφοροι οπερατέρ και στη ταινία του Δήμου Βρατσάνου «Της μοίρας τ’ αποπαίδι» το 1925.

Στο ίδιο διάστημα αυτό, αλλά και αργότερα η ελληνική κινηματογραφία εξακολουθεί την παραγωγή «ζουρνάλ» και μερικών έργων μεγάλου μήκους με υπόθεση. Η θεματογραφία είναι ποικίλη: ταινίες εθνικού περιεχομένου με θέματα από την επανάσταση του 1821, κωμειδύλλια, ηθογραφίες και μερικά θέματα παρμένα από τη νεοελληνική λογοτεχνία.

Τα είδη ταινιών που κυριάρχησαν την περίοδο εκείνη ήταν οι ταινίες «φουστανέλας» και τα «μελό». Οι πρώτες είναι συνήθως έργα αγροτοποιμενικού περιεχομένου ηθών και εθίμων, με δραματικές, συνήθως δακρύβρεχτες, ερωτικές καταστάσεις, ιστορίες ανάμεσα σε μία πλούσια τσελιγκοπούλα και ένα φτωχό κολίγα παραγιό, τσοπάνη ή και το αντίθετο ανάμεσα σε φτωχή κόρη και γαμπρό τσέλιγκα ή άρχοντα. Είναι ψευτολαογραφικές ταινίες πέρα από κάθε συγκεκριμένη ελληνική χρονική και τοπική πραγματικότητα. Μερικές μάλιστα από αυτές μιμήθηκαν τη θεματογραφία και το ύφος κάποιων αμερικάνικων γουέστερν. Στα έργα αυτά πρωταγωνιστούσαν μεγάλα ονόματα του θεάτρου όπως οι Bεάκης, Mουσούρης, Παπάς, Πρινέας, Δενδραμής, Kυριακός, Nέζερ, Mαρίκος, Φυρστ, Kοκκίνης, Περδίκης, Mιράντα Mυράτ, Eλ. Παπαδάκη, Kοτοπούλη, Kατσέλη, Mαρίκου, Mπενάκη, Aρσένη, Λαζαρίδου κ.ά.

Αυτή την περίοδο, μόνο η δραστηριοποίηση της «Dag film» των αδελφών Γαζιάδη στον τομέα των ταινιών μυθοπλασίας έδωσε υπόσταση στον τομέα της παραγωγής. Το 1927, καλούνται να κινηματογραφήσουν τον «Προμηθέα Δεσμώτη», μία από τις εκδηλώσεις των Δελφικών Εορτών και στα 1928 παρουσιάζεται η πρώτη ταινία μυθοπλασίας, «Έρως και κύματα», σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Γαζιάδη και σενάριο του λογοτέχνη Λάμπρου Αστέρη. Η ταινία αυτή θεωρείται ως η πρώτη πετυχημένη ταινία και γυρίστηκε στην Aθήνα και σε νησιά του Aιγαίου.

Επόμενές τους ταινίες, «Το λιμάνι των δακρύων» (1929, η ταινία άρεσε πολύ και παίχτηκε και στο εξωτερικό.) σε συνεργασία με τον Ορέστη Λάσκο και τον επόμενο χρόνο η «Αστέρω». Το οπτικό αποτέλεσμα βελτιώνεται και οι αίθουσες εκσυγχρονίζονται. Το 1929 εμφανίζεται ο Αχιλλέας Μαδράς με τη «Μαρία Πενταγιώτισσα» και το 1930 η εταιρεία «Ελλάς φιλμ» με τη «Στέλλα Βιολάντη».

Το 1930 η «Νταγκ Φιλμς» παρουσίασε μια νέα σειρά από ταινίες, που τα σενάριά τους έγραψαν γνωστοί συγγραφείς και ο πρωταγωνιστές τους είχαν επιλεγεί από τους καλύτερους ηθοποιούς του Βασιλικού θεάτρου. Τότε όμως είχε παρέλθει η εποχή του βωβού κινηματογράφου και το κοινό υποδεχόταν με ενθουσιασμό τον ηχητικό κινηματογράφο. Την περίοδο αυτή η «Νταγκ Φιλμς» παρουσίασε την οπερέτα του Χατζηαποστόλου «Οι απάχηδες των Αθηνών», με πρωταγωνιστή τον τενόρο της Λυρικής σκηνής Πέτρο Επιτροπάκη και πρωταγωνίστρια τη Μαίρη Σαγκάνου, που ήταν από τις πρώτες καλλιτέχνιδες του Βασιλικού θεάτρου. «Οι απάχηδες των Αθηνών» θεωρείται μια από τις πιο αξιόλογες προσπάθειες του ομιλούντα κινηματογράφου και η προβολή της συνοδεύεται από τα τραγούδια του έργου και κάποιους ήχους γραμμένους σε ένα γραμμόφωνο που κρύβεται πίσω από την οθόνη. Η ταινία αυτή γνώρισε σημαντική επιτυχία και παρακίνησε την «Νταγκ Φιλμς» να γυρίσει τη δεύτερη σημαντική ομιλούσα ταινία της, που είχε τίτλο «Φίλησέ με Μαρίτσα». Η ταινία αυτή, παρά το γεγονός ότι βρήκε πολύ καλή υποδοχή από το κοινό, ήταν και η τελευταία της «Νταγκ Φιλμς». Αμέσως μετά διαλύθηκε, αδυνατώντας να προσαρμόσει τις εργαστηριακές της εγκαταστάσεις στις απαιτήσεις του ομιλούντος κινηματογράφου, που είχε πια καθιερωθεί. Την ίδια περίοδο στο μεταξύ ιδρύθηκαν άλλες πιο συγχρονισμένες εταιρίες όπως η «Ηρώ Φιλμς», η «Ακρόπολις Φιλμς» και άλλες. Η δεύτερη παρουσίασε μία σειρά μικρές κωμωδίες με πρωταγωνιστή τον Κίμωνα Σπαθόπουλο, έναν πολύ καλό μιμητή του Σαρλό.

Δύο ταινίες–σταθμοί του ελληνικού κινηματογράφου πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, που σηματοδοτούν και την εξέλιξή του, είναι το «Δάφνις και Χλόη» του Ορέστη Λάσκου το 1931, που παράλληλα ιδρύει και την «Άστρο φιλμ» και είναι η πρώτη ευρωπαϊκή ταινία με γυμνές σκηνές και στα 1932 η ταινία καταγγελίας του Στέλιου Τατασόπουλου «Κοινωνική σαπίλα».

Στα επόμενα χρόνια, αν και δημιουργήθηκαν αρκετές νέες εταιρίες, όπως η «Τέλεγκαν», ο «Φοίβος» κ.ά., ο ελληνικός κινηματογράφος περιορίσθηκε αποκλειστικά στα μικρά ντοκιμαντέρ και τις ταινίες επικαίρων. Οι Έλληνες κινηματογραφιστές χρησιμοποίησαν αυτόν τον χρόνο για να προσαρμόσουν τα στούντιο τους στις ανάγκες του ομιλούντος κινηματογράφου. Πρώτος ο Ν. Δαδήρας, που είχε ιδρύσει παλαιότερα την «Ολύμπια Φιλμς», έκανε μια προσπάθεια για να παρουσιάσει την πρώτη ολοκληρωμένη ομιλούσα ταινία, τον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας». Ο συγχρονισμός όμως του ήχου και της εικόνας έγινε στη Γαλλία και την Αμερική. Η προσπάθεια αυτή τελικά απέτυχε ενώ το ίδιο συνέβη και με τη δεύτερη ταινία, «Η δεσποινίς δικηγόρος», που ο συγχρονισμός της έγινε στην Αυστρία.

Η τεχνολογική εξέλιξη του ομιλούντος κινηματογράφου σε διεθνές επίπεδο, ακινητοποιεί προσωρινά (έως το 1933) την ελληνική παραγωγή. Μόλις το 1939 παρουσιάζεται μια ικανοποιητική ελληνική ταινία στον τομέα του ομιλούντος, που γυρίστηκε από τον Φιλοποίμην Φίνο, ο οποίος είναι το νέο πρόσωπο που εμφανίζεται δυναμικά στο προσκήνιο της Ελληνικής παραγωγής ιδρύοντας μαζί με συνεταίρους το 1939 στο Καλαμάκι τα «Ελληνικά Κινηματογραφικά Στούντιο». Η ταινία ήταν το «Τραγούδι του χωρισμού», με πρωταγωνιστή το Λάμπρο Κωνσταντάρα, τον Αλέκο Λειβαδίτη, τη Λίντα Μιράντα και την Ευτυχία Δανίκα. Η ταινία αυτή ήταν και το πρώτο ελληνικό έργο που γυρίστηκε με συγχρονισμένα μηχανήματα εικόνας και ήχου.

Η πρώτη αυτή περίοδος του ελληνικού κινηματογράφου, που καθορίζεται χρονολογικά από το 1906 ως τα τέλη της δεκαετίας του 30, χαρακτηρίζεται από τη φιλότιμη αλλά σε χαμηλό επίπεδο δραστηριότητα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, την ανυπαρξία ειδικευμένων τεχνικών και καλλιτεχνών, την αδιαφορία του κράτους και την προχειρότητα των μηχανικών μέσων.